κολλαγόνος

κολλαγόνος
και κολλογόνος, -ο, θηλ. και -α
1. αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη
2. το ουδ. ως ουσ. το κολλαγόνο
(βιοχ.) πρωτεΐνη η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, μάλλον μη ελαστικών, ινών μεγάλης εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες, στους συνδέσμους, στο στρώμα τού συνδετικού ιστού τού δέρματος, στην οδοντίνη και στους χόνδρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collagen ή collogen < colla- (< κόλλα) + -gen (< γαλλ. -gene < -γενής < γένος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολλογόνος — ο κολλαγόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, ζωο γόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”